- προνηστεύσαντες
- προνηστεύωfast beforeaor part act masc nom/voc plπρονηστεύωfast beforeaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνηστεύω — Α νηστεύω προηγουμένως («προνηστεύσαντες δὲ θύουσι», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek